λειτουργικός

λειτουργικός
λειτουργ-ικός, ή, όν,
A of or for λειτουργία, LXX Ex.31.10, al.; ἡμέραι (in temples) PTeb.88.6 (ii B.C.); ministering,

πνεύματα Ep.Hebr.1.14

: Subst. -κόν (sc. τέλος), τό, prob. a tax paid in lieu of labour performed, PPetr.2p.129 (iii B.C.), PTeb.5.49 (ii B.C.), al.:—in form [full] λειτουργιακός Cat.Cod.Astr.7.209.19.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λειτουργικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικός — ή, ό(ν) (AM λειτουργικός, ή, όν, Α και λειτουργιακός, ή, όν) [λειτουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία ή χρησιμοποιείται κατά τις τελετές τής λατρείας («τα λειτουργικά σκεύη») 2. το θηλ. ως ουσ. η λειτουργική το μάθημα ή ο …   Dictionary of Greek

  • λειτουργικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με τη λειτουργία: Λειτουργική διαταραχή. 2. (εκκλησ.), αυτός που έχει σχέση με τη θεία λειτουργία: Λειτουργικά βιβλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λειτουργικά — λειτουργικός of neut nom/voc/acc pl λειτουργικά̱ , λειτουργικός of fem nom/voc/acc dual λειτουργικά̱ , λειτουργικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικῶν — λειτουργικός of fem gen pl λειτουργικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικόν — λειτουργικός of masc acc sg λειτουργικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικαῖς — λειτουργικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικαί — λειτουργικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικοῖς — λειτουργικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικοῦ — λειτουργικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λειτουργικῆς — λειτουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”